ισήμερος

ισήμερος
ἰσήμερος, -ον (Α)
αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφ-ήμερος, καλ-ήμερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἰσήμερον — ἰσήμερος aequidialis masc/fem acc sg ἰσήμερος aequidialis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημέρου — ἰσήμερος aequidialis masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσήμερα — ἰσήμερος aequidialis neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ԶՈՒԳՕՐԵԱՅ — (րէի.) NBH 1 0750 Chronological Sequence: 6c ա. ἱσήμερος aequinoctialis Որոյ օրն է զոյգ, այսինքն հաւասար ընդ տիւ եւ ընդ գիշեր. այն է հասարակածն. *Ի ձեռն այսոցիկ երից շրջանակացս արեգակն բերեալ լինի, ամառնայնոյ եղանակին, ձմեռնայնոյն, եւ զուգօրէին.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”